Η Συνθήκη της Λωζάννης, το Αιγαίο και το Κυπριακό

FEATUREDΗ Συνθήκη της Λωζάννης, το Αιγαίο και το Κυπριακό

Συνέντευξη με τον Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής, Χριστόδουλο Γιαλλουρίδη.

Εν’ όψει των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, καθώς επίσης για την ευρύτερη πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ιδιαίτερα στο Αιγαίο, μετά και από τις πρόσφατες δηλώσεις για αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μίλησε ο Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής του Πάντειου Πανεπιστημίου, Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης.

Ο κ. Γιαλλουρίδης είναι Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής του Κέντρου Ανατολικών Σπουδών. Γεννήθηκε στη Μόρφου της Κύπρου το 1949. Διδάσκει στις Ανώτατες Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων. Υπήρξε Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών και Πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, καθώς και ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων, του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και του Κυπριακού Κέντρου Μελετών. Βιβλία, άρθρα και μελέτες του, έχουν δημοσιευθεί στην ελληνική, αγγλική και γερμανική γλώσσα. Διδάσκει διεθνή πολιτική, διαχείριση κρίσεων, εξωτερική πολιτική και ΜΜΕ και πολιτιστική διπλωματία.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΗ (Δ.Α.): Κύριε Καθηγητά, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ που δεχθήκατε να συμμετέχετε στη συζήτηση για το Κυπριακό και ευρύτερα για τα ελληνοτουρκικά θέματα.

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ (Χ.Γ.): Είμαι ευτυχής που είμαι μαζί σας, Δέσποινα, και με εσένα και με τους συνεργάτες σου, οι οποίοι είναι, από ό,τι καταλαβαίνω εξαιρετικοί στη δουλειά τους στην Αμερική και κυρίως για τον Ελληνισμό και τη διατήρηση της ταυτότητας των Ελλήνων και για την πρόοδό τους στη μεγάλη αμερικανική χώρα.

Δ.Α.: Κύριε Καθηγητά, όταν μιλάμε για «ζητήματα ελληνοτουρκικών σχέσεων», τι εννοούμε;

Χ.Γ.: Κοιτάξτε, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι μία ιστορία που έχει βασικές ρίζες σε μια ιστορική διαδρομή που ξεκινάει από την ελληνική επανάσταση και διέρχεται μέσα από τους αγώνες των Ελλήνων για απελευθέρωση […], οι οποίες κατέληξαν το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή.
Τη δεκαετία του ’50 προσδιορίστηκαν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μέσα από το Κυπριακό, όπου οι Αγώνες των Ελλήνων της Κύπρου για αυτοδιάθεση και Ένωση με την Ελλάδα βρήκε τους Βρετανούς απέναντι, οι οποίοι επιστράτευσαν την Τουρκία και έκτοτε η βασική δομή της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης συνίσταται περισσότερο στο Κυπριακό πρόβλημα.
Αυτό ήταν το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε επίπεδο αντιπαράθεσης, η οποία μετά το ’74, ανοίχθηκε σε ένα πλαίσιο άλλων διαφορών τις οποίες ανακάλυψε η Άγκυρα σε σχέση με το Αιγαίο.

Δ.Α.: Δηλαδή;

Χ.Γ.: Το 1974 απετέλεσε τομή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, γιατί ακριβώς εκεί, η Τουρκία κατάφερε ουσιαστικά να υλοποιήσει το παλιό της σχέδιο για κατάκτηση της Κύπρου. Δεν κατέλαβε βεβαίως την Κύπρο ολόκληρη – κατέλαβε το βόρειο τμήμα της – και προσπαθεί να θέσει υπό τον έλεγχό της όλο το νησί, μέσα από μια λύση, η οποία διαπραγματεύεται το μέλλον της Κύπρου, υπό συνθήκες τουρκικής επικυριαρχίας.
Μετά το ’74 λοιπόν, η Τουρκία έθεσε και θέματα ελληνοτουρκικών διαφορών, όπως, ανακάλυψε σε θέματα του Αιγαίου και την προσπάθειά της να αναθεωρήσει τη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία ουσιαστικά διευθετεί, κατά τρόπο άψογο τα θέματα που αφορούν στο Αιγαίο, της κυριαρχία των ελληνικών νήσων και βεβαίως, τα θέματα υφαλοκρηπίδας και εναερίου χώρου. Η Τουρκία επιθυμεί και διεκδικεί να αναθεωρήσει τη συνθήκη της Λωζάννης και να υπαγορεύσει όρους διχοτόμησης του Αιγαίου, σε ό,τι αφορά τον υποθαλάσσιο χώρο, όσο και τον εναέριο. Επομένως, είναι η σχέση προβληματική σε ό,τι αφορά την ελληνική κυριαρχία.

Δ.Α.: Όπως προαναφέρατε, πρόσφατα ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έθεσε ευθέως ζήτημα αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης. Τι προβλέπει η συγκεκριμένη συνθήκη;

Χ.Γ.: Η συνθήκη της Λωζάννης ρυθμίζει το νομικό πλαίσιο μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, όπως ορίστηκε μετά το 1923. Αποδίδει ως όφειλε τα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο, το Αιγαίο στην Ελλάδα. Και βεβαίως, αναγνωρίζει την κυριαρχία της Τουρκίας στα παράλια της Μικράς Ασίας, μαζί με την Τένεδο και την Ίμβρο.
Αυτό το νομικό πλαίσιο, η Τουρκία από τη δεκαετία του ’60 και κυρίως μετά το ’70 ..το ’74, αμφισβητεί και θεωρεί ότι υπάρχει ανάγκη επανακαθορισμού του νομικού πλαισίου των σχέσεων των δύο χωρών, δεδομένου ότι δεν δέχεται, κυρίως για θέματα υφαλοκρηπίδας, ότι η Ελλάδα έχει κυριαρχία στα νησιά. Ο Ερντογάν δεν θέτει μόνο απλά θέμα υφαλοκρηπίδας και κυριαρχίας θαλάσσιας, αλλά θέτει και θέμα νήσων …και βραχονησίδων…

Δ.Α.:Και κατοικημένων περιοχών.

Χ.Γ.: Βεβαίως… [και κατοικημένων περιοχών], για τις οποίες [κρίνει ότι] πρέπει να επαναπροσδιοριστεί η κυριότης. Θεωρεί ότι […] όσα είναι πιο κοντά στην Τουρκία, πρέπει να αποδοθούν στην Άγκυρα. Διότι η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο ως το σύστημα που ρυθμίζει τις σχέσεις των κρατών, αλλά η εγγύτητα των περιοχών: όπως [η Τουρκία] υποστηρίζει ότι η Κύπρος δεν είναι ανεξάρτητη χώρα, αλλά είναι κοντά στην Τουρκία, άρα ανήκει στην Τουρκία, έτσι θεωρεί και τα νησιά του Αιγαίου που είναι στη νοτιοανατολική πλευρά του Αιγαίου – όπως είναι η Χίος η Μυτιλήνη και τα λοιπά – ότι αυτά πρέπει να υπαχθούν στην τουρκική κυριαρχία. Θέτει θέμα δηλαδή αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, όχι μόνο στη θάλασσα και στην υποθαλάσσια ζώνη, αλλά και των νήσων και βραχονησίδων, κατοικημένων και όχι. Αυτό είναι ένα ζήτημα εξαιρετικά επικίνδυνο.

Δ.Α.: Τι θα σήμαινε για την Ελλάδα η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης; Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στην Ελλάδα;

Χ.Γ.: Θα έχουμε απώλεια κυριαρχίας επί της θαλάσσης, δηλαδή η Τουρκία θα επιδιώξει να θεωρηθεί ότι το Αιγαίο είναι κοινή θάλασσα και επομένως είναι διχοτομημένο στη μέση και από εκεί και πέρα θα αρχίσει να θέτει θέματα κυριαρχίας στα νησιά.

Δ.Α.: Κύριε Καθηγητά, πώς μπορεί να αναθεωρηθεί η συνθήκη της Λωζάννης;

Χ.Γ.: Η συνθήκη της Λωζάννης μπορεί να αναθεωρηθεί μόνο με ελληνική συναίνεση. Αν πούμε ότι όντως η Τουρκία έχει δίκιο, «ελάτε να ξαναδούμε ποια νησιά θέλετε να πάρετε» – διότι αυτό θέλει να κάνει η Τουρκία.

Δ.Α.: Δεδομένου ότι η Ελλάδα αρνείται να μπει σε διαδικασία διαπραγματεύσεων για το συγκεκριμένο θέμα, θα μπορούσε η Τουρκία να προβεί σε διεκδικήσεις;

Χ.Γ.: Δεν μπορεί η Τουρκία να τα πάρει [τα νησιά], παρά μόνο εάν επιχειρήσει πολεμικό επεισόδιο. Εάν επιχειρήσει πολεμικό επεισόδιο και το κερδίσει, θα σύρει την Ελλάδα, ω μη γένοιτο να συμβεί κάτι τέτοιο, σε μία διαπραγμάτευση με όρους παράδοσης των νήσων που επιθυμεί η ίδια [η Τουρκία].
Αλλά δεν φαντάζεται κανείς από εμάς ότι η Τουρκία θα μπορούσε όντως να κάνει κάτι τέτοιο τώρα και ότι αν το έκανε, ότι θα το κέρδιζε. Δεν θα το κέρδιζε κατά τη γνώμη μου, διότι η Ελλάδα έχει μία ικανή αμυντική ασπίδα στα νησιά και είναι και το διεθνές δίκαιο και όλοι η διεθνής κοινότητα εάν προχωρούσε η Τουρκία σε μια τέτοια κίνηση πολεμικού επεισοδίου, θα βρισκότανε η Τουρκία αντιμέτωπη και με το ΝΑΤΟ ενδεχομένως, αλλά και με τον ΟΗΕ. Βεβαίως, θα μου πείτε, ο ΟΗΕ τι μπορεί να κάνει, δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα. Σε κάθε όμως, περίπτωση, θα έχει ευθύνη να υπερασπιστεί το Αιγαίο η χώρα μας, η Ελλάδα.

Δ.Α.: Κύριε Καθηγητά, πρόσφατα κυκλοφόρησε η επανέκδοση χαρτών από τον διεθνώς αναγνωρισμένο οργανισμό, Marine Regions, του Flanders Institute που βρίσκεται στο Βέλγιο, οι οποίοι δικαιώνουν, όπως αναφέρεται, την ΑΟΖ της Ελλάδας. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, η ελληνική πλευρά να χρησιμοποιήσει αυτούς τους χάρτες ως επιχείρημα για να υπερασπιστεί τη θέση της;

Χ.Γ.: Η Ελλάδα δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι έχει το διεθνές δίκαιο με το μέρος της και μπορεί να την υπερασπιστεί και το κάνει κιόλας. Είπαμε ΑΟΖ δεν έχει ορίσει ακόμα, όπως το έχει κάνει η Κύπρος. Η Κύπρος – μια φορά μικρή, κατεχόμενη – είχε την τόλμη να οριοθετήσει την ΑΟΖ της, παρά τις τουρκικές απειλές. Η Ελλάδα δεν το κάνει, γιατί δεν θέλει ξαφνικά να βρεθεί να έχει αντιπαραθέσεις με την Τουρκία.
Όμως, παρά ταύτα, η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να προχωρήσει στην ΑΟΖ και εκείνο που πρέπει να προσέξει μόνο είναι ότι αυτή η ΑΟΖ, είναι υπόθεση, όχι θεωρητική του διεθνούς δικαίου, με το οποίο η Ελλάδα είναι σύννομη, αλλά φυσικά κάνοντας, να υπερασπιστεί αυτό που αποφασίζει. Διότι αν δεν αποφασίσει την ΑΟΖ, αν η Τουρκία πάει και εγκαταστήσει ένα πλοίο σε ένα νησί κοντά και πει αυτή η ΑΟΖ είναι δικιά μου, τότε είσαι σε θέση, αυτό το πράγμα να το εκδιώξεις και όχι να κάνεις, όπως στα Ίμια.
Θέλω να πω ότι η Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταποδώσει μια εχθρική πράξη που θα κάνει η Τουρκία, η οποία θα προσπαθήσει να νομιμοποιήσει τις κινήσεις μέσα από πολεμικές ενέργειες, διότι έχει αποθρασυνθεί, με αντίστοιχη δυνατότητα ή δύναμη ισχύος που να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα της χώρας.

Δ.Α.: Είναι σε θέση αυτή τη στιγμή η Ελλάδα να υπερασπιστεί αμυντικά την Τουρκία;

Χ.Γ.: Η Ελλάδα έχει έναν καλό στρατό. Έχει ένα καταπληκτικό ναυτικό, έχει οχυρώσει τα νησιά. Αυτά όμως, είναι θέματα πολιτικής απόφασης και θέλησης της ηγεσίας να μην υποχωρήσει. Διότι πολλές φορές εδώ στην Ελλάδα ορισμένοι κύκλοι κυβερνητικοί θεωρούν ότι η απόφαση για πόλεμο, που δεν σημαίνει πόλεμος, σημαίνει ουσιαστικά ότι εάν δείξεις ότι είσαι αποφασισμένος να πας στον πόλεμο, υποχρεώνει τον άλλον να τα μαζέψει, είναι επικίνδυνη επομένως, υποχωρούν. Και υποχωρούν στις τουρκικές αξιώσεις και έχουν αποθρασύνει την Τουρκία.
Τα Ίμια ήταν μία πολύ κακή εμπειρία για τη χώρα, που δημιούργησε ένα κακό προηγούμενο. Εύχομαι και ελπίζω από εδώ και πέρα, ό,τιδήποτε πάει να κάνει η Τουρκία, να ξέρει ότι έχει απέναντί της μία δύναμη αποτροπής που σημαίνει μεγαλύτερο κόστος από ότι όφελος, που κανείς λογικό παίκτης του διεθνούς συστήματος, κράτους δηλαδή, δεν θα δοκιμάσει να έρθει εναντίον των συμφερόντων του. Η Τουρκία θεωρεί ότι εμείς είμαστε υποχωρητικοί, για αυτό και διεκδικεί.

Δ.Α.: Κύριε Καθηγητά, Ελλάδα-Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Ποιος είναι ο ρόλος του ΝΑΤΟ σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο;

Χ.Γ.: Κοιτάχτε, το ΝΑΤΟ έχει δηλώσει ότι δεν αναμειγνύεται σε περίπτωση που δύο σύμμαχοι συγκρούονται.
Αυτή η συμμαχία οικοδομήθηκε, αρχές δεκαετίας του ’50, σε σχέση και με την Ελλάδα και με την Τουρκία. Το ’52 ενταχθήκαμε και οι δύο ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ και η τάση τότε που υπήρχε ήταν ότι να μπουν και οι δυο χώρες στο ΝΑΤΟ για να ξεπεράσουν τις εχθρότητές τους και τις αντιθέσεις τους. Δεν το καταφέραμε, ήρθε το Κυπριακό, ουσιαστικά ανέτρεψε την οποιαδήποτε προσδοκία είχε το ΝΑΤΟ.
Το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να παρέμβει και δεν μπορεί να απαγορεύσει τη σύγκρουση μεταξύ των συμμάχων, των οποίων είναι και διεθνώς, θα έλεγα, από πλευράς πολιτικής και διεθνούς δικαίου εξαιρετικά παράδοξο.
Δεν έχει ξαναγίνει δύο σύμμαχοι να συγκρούονται και όμως, η Ελλάδα και η Τουρκία βρέθηκαν επανειλημμένα στο χείλος του πολέμου. Και στη δεκαετία του ’60 και στη δεκαετία του ’70. Και το ’64 και το ’67 και το ’74 και το ’83 και ’87 και το ’97.
Θέλω να πω ότι τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα, διότι έχουμε να κάνουμε με ένα αποθρασυμένο επεκτατικό γείτονα, ο οποίος διεκδικεί, όπως είπαμε, τον έλεγχο του Αιγαίου. Αυτό είναι το πρόβλημα και αυτό μπορεί να αποτραπεί, να παρεμποδιστεί μόνο μέσα από ισχυρή άμυνα, δηλαδή ισχυρή αποτροπή που δείχνει, στην Τουρκία ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί τον εθνικό της χώρο. Και αυτό είναι υπόθεση ηγεσίας. Διότι ο στρατός υπάρχει. Οι ένοπλες δυνάμεις είναι εξαιρετικού δυναμικού. Θεωρούνται από πλευράς μαχητικότητας οι καλύτερες…

Δ.Α.: Χρονικά, θεωρείτε τυχαίο το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας έκανε τη δήλωση σε σχέση με την αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης; Υπάρχει σύνδεση και με την εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος;

Χ.Γ.: Νομίζω αυτό οφείλεται στον ίδιο τον Ερντογάν. Ο Ερντογάν […] ήθελε να θέσει θέματα αναθεώρησης. Βλέπετε θέτει θέματα και στη Μέση Ανατολή και στη Μοσούλη, θέλει να προσεγγίσει και στο Ιράκ και απέναντι στη Συρία… Είναι μία χώρα που ο Ερντογάν αποφάσισε να τη μετατρέψει σε ηγεμόνα της περιοχής. Και ο μεγαλύτερος […] αντίπαλος αυτής της ηγεμονικής τάσης που έχει, είναι η Αθήνα. Εάν η Αθήνα υποχωρήσει στο Αιγαίο, απελευθερώνονται πολλές δυνάμεις του Ερντογάν για να κυριεύσει στην ευρύτερη περιοχή. Η Τουρκία θέλει να γίνει ηγεμονική δύναμη. […] Και αυτό εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να το παρεμποδίσουμε, διότι θα χάσουμε εθνικό χώρο, εάν υποχωρήσουμε στο Αιγαίο.

Δ.Α.: Πιστεύετε ότι και στην Κύπρο αυτή τη στιγμή που γίνονται οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος, μπορεί να επιτευχθεί, με τα σημερινά δεδομένα, μια κοινά αποδεκτή λύση για την Κύπρο;

Χ.Γ.: Εγώ αγαπητή μου Δέσποινα έχω την άποψη ότι δεν υπάρχει περίπτωση να λυθεί το Κυπριακό με όρους βιωσιμότητας, εάν η Τουρκία είναι στο παιγνίδι. Δηλαδή […] το πρόβλημα της Κύπρου δεν είναι ελληνο-τουρκοκυπριακό – με τους Τουρκοκύπριους μπορούμε να τα βρουν οι Έλληνες στην Κύπρο. Το πρόβλημα είναι η θέληση της Τουρκίας να ελέγχει το νησί. Και εφόσον εμείς προχωρήσουμε σε λύση με τους Τουρκοκύπριους και αν το κάνουμε – που δεν πρέπει να γίνει τώρα κάτι τέτοιο – η Κύπρος θα τεθεί υπό την καθοδήγηση και την ηγεμονία της Άγκυρας.
Είναι σαφές αυτό, διότι μέσα από τον Τουρκοκυπριακό χώρο, η Άγκυρα θα ελέγχει την Κύπρο, έτσι ώστε για να επιβιώσει η [κυπριακή] ομοσπονδία, θα υποχωρεί συνεχώς η ελληνική πλευρά.
Πρέπει να κρατήσουμε την Κυπριακή Δημοκρατία όρθια και να μη θελήσουμε να υπογράψουμε οποιαδήποτε λύση έχει στο παιγνίδι η Τουρκία. Αυτό είναι μέγα πρόβλημα για την Κύπρο, διότι η Κύπρος είναι μικρή χώρα και μπορεί εάν υπάρχει το νομικό πλαίσιο όπως υπήρχε το ’60 με τη συμφωνία της Ζυρίχης, η Κύπρος να βρεθεί υπό απόλυτο έλεγχο της Άγκυρας και να χαθεί ο Ελληνισμός. Θα εκδιωχθεί ο Ελληνισμός από την Κύπρο, εάν δεν προσέξουμε.

Δ.Α.: Πρόσφατα εγκρίθηκε ένα νέο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ύψους μάλιστα 33 εκατομμυρίων ευρώ για την τουρκοκυπριακή κοινότητα από την Κομισιόν. Πώς βλέπετε αυτήν την κίνηση από πλευράς της Κομισιόν;

Χ.Γ.: Κοιτάχτε, εγώ θεωρώ ότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα έπρεπε να το εμποδίσουν αυτό το πράγμα. Δεν μπορεί να ενισχύεται η κατοχική δύναμη στην Κύπρο, διότι όλο το βόρειο τμήμα της Κύπρου είναι κατεχόμενο. Σε τι συνίσταται η βοήθεια; Για να ενισχυθεί η δύναμη της κατοχής, που παρανόμως κυριαρχεί στις ελληνικές περιοχές της Κύπρου; Δηλαδή η βόρειος Κύπρος είναι ελληνική. Και αυτή είναι υπό την κατοχή της Τουρκίας και εμείς εγκρίνουμε τη χρηματοδότηση των κατοχικών δυνάμεων.

Δ.Α.: Στην ανακοίνωση της Κομισιόν αναφέρεται ότι η επιχορήγηση αυτή δίνεται για την οικονομική ολοκλήρωση της νήσου, αλλά και για τη βελτίωση των επαφών μεταξύ των δύο κοινοτήτων και με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Χ.Γ.: Αυτό είναι ακόμη χειρότερο. Διότι πως θα ολοκληρωθεί… Η οικονομική ολοκλήρωση θα πραγματοποιηθεί μέσα από την επιχορήγηση του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου; Πώς γίνεται αυτό το πράγμα; Και πώς θα συνδεθεί η Κύπρος με την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η κατεχόμενη Κύπρος δεν μπορεί να συνδεθεί διότι είναι κατεχόμενη. Αυτά είναι παράδοξα και ανεπίτρεπτα που τα δέχθηκε η Αθήνα και η Λευκωσία. Διότι προφανώς για να δοθεί αυτό το κονδύλι και να εξηγούνται αυτά τα πράγματα να εξομαλυνθούν οι σχέσεις ουσιαστικά σκέφτονται ότι εάν οι Τουρκοκύπριοι, δηλαδή η κατεχόμενη Κύπρος αναβαθμίζει την οικονομική της δύναμη, ενισχύει δηλαδή την ποιότητα ζωής των κατοίκων σε αυτήν την παρανομία που κάνουν εκεί, θα βοηθηθεί η δυνατότητα επίλυσης του Κυπριακού, πράγμα που μπορεί να υπάρξει λύση του Κυπριακού, αλλά όχι η λύση που θέλει η Ελλάδα και η Κύπρος.

Δ.Α.: Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι τα σημεία που είναι αδιαπραγμάτευτα από την ελληνική πλευρά, την ελληνοκυπριακή πλευρά σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού;

Χ.Γ.: Κοιτάχτε, τα αδιαπραγμάτευτα σημεία είναι πρώτα από όλα η τουρκική παρουσία στην Κύπρο και ως εγγυήτρια δύναμη. Αυτό είναι απόλυτα αδιαπραγμάτευτο. Δεν πρέπει να μείνει η Τουρκία εγγυήτρια δύναμη. Δεν υπάρχει περίπτωση να δεχθεί οποιαδήποτε λύση, χωρίς να εγγυάται την Κύπρο.
Επίσης, και για τις δικές μου τις αντιλήψεις καμμία λύση του Κυπριακού δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχει η δυνατότητα λειτουργίας ενός κοινού λαού. Πέραν των δύο κρατιδίων που θέλουν να φτιάξουν, βορρά και νότου, τα οποία είναι κάπως ανεξάρτητα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει να εκλέγεται από έναν λαό, όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο. Στην Αμερική που είναι 50 Πολιτείες, ο πρόεδρος Ομπάμα, ο κάθε πρόεδρος εκλέγεται από το σύνολο του αμερικανικού λαού. Η γερμανική ομοσπονδία, η ελβετική ομοσπονδία. Όλες αυτές οι ομοσπονδιακές δομές έχουν έναν λαό, ο οποίος εκλέγει την ομοσπονδιακή του κυβέρνηση. Δεν μπορεί όμως, η κυβέρνηση να αποτελείται από τα δύο κράτη, που συναποτελούν την ομοσπονδία. Δεν γίνεται αυτό. Πρέπει να λειτουργήσει σε κάποιο επίπεδο του συστήματος ο κοινός λαός και οι δημοκρατικές διαδικασίες. Πέραν του γεγονότος ότι η Τουρκία δεν μπορεί να είναι μέτοχος του συστήματος. Επομένως, για’ μένα, δεν μπορεί να υπάρξει υπό τις σημερινές συνθήκες η οποιαδήποτε δυνατότητα επίλυσης του Κυπριακού, με προοπτικές επιβίωσης της Κύπρου.

*Η συνέντευξη του Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής, Χριστόδουλου Γιαλλουρίδη, παραχωρήθηκε στη Δέσποινα Αφεντούλη, στο πλαίσιο της τηλεοπτικής εκπομπής «Πρόσωπα» του NGTV.